- αναγνωρίζω
- (Α ἀναγνωρίζω)γνωρίζω εκ νέου κάποιον ή κάτι που μού ήταν γνωστό προηγουμένως, ξαναφέρνω στη μνήμη μου, θυμάμαινεοελλ.1. δέχομαι κάτι ως πραγματικό, ομολογώ, παραδέχομαι, αποδέχομαι, εκτιμώ2. θεωρώ κάτι έγκυρο3. (μτχ. παθ. πρκμ.) αναγνωρισμένος, -η, -οο γενικά αποδεκτός, έγκυρος, φημισμένοςαρχ.-μσν.κάνω τον εαυτό μου γνωστό, παρουσιάζομαι, φανερώνομαι, αποκαλύπτομαιαρχ.1. (στην τραγωδία) λαμβάνω γνώση προσώπου ή πράγματος και έτσι προκαλείται η λύση τής πλοκής τού δράματος2. γνωρίζω, με την εφαρμογή τής επαγωγικής μεθόδου, κάτι που δεν γνώριζα πρωτύτερα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + γνωρίζω.ΠΑΡ. αναγνώριση(-ις), αναγνώρισμα, αναγνωρισμόςμσν.- νεοελλ.αναγνωριστικός νεοελλ. αναγνωρίσιμος].
Dictionary of Greek. 2013.